λιποθύμισμα

λιποθύμισμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιποθύμισμα" в других словарях:

  • λιποθύμισμα — το [λιποθυμώ] το λιποθύμημα, η λιποθυμία …   Dictionary of Greek

  • λιποθύμισμα — το, ατος η λιποθυμία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιποθύμημα — το (Μ λιποθύμημα) [λιποθυμώ] η λιποθυμία, το λιποθύμισμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»