λιποθύμισμα
Смотреть что такое "λιποθύμισμα" в других словарях:
λιποθύμισμα — το [λιποθυμώ] το λιποθύμημα, η λιποθυμία … Dictionary of Greek
λιποθύμισμα — το, ατος η λιποθυμία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιποθύμημα — το (Μ λιποθύμημα) [λιποθυμώ] η λιποθυμία, το λιποθύμισμα … Dictionary of Greek